- φοράω
- φοράω / φορώ, φόρεσα βλ. πίν. 62——————Σημειώσεις:φοράω : η κλίση σε -ώ, -είς (κατά το θεωρώ, βλ. πίν. 73
) δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φοράω — Ν βλ. φορώ … Dictionary of Greek
φορώ — φοράω / φορώ, φόρεσα βλ. πίν. 62 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φορώ — (I) φορῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φοράω Ν βάζω επάνω μου ένδυμα, κόσμημα, όπλο ή άλλο αντικείμενο, ντύνομαι, φέρω (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ. β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. τραγούδι γ. «φοράει χρυσά δόντια» δ.… … Dictionary of Greek
αλαφροντύνω — 1. ντύνω κάποιον με ελαφρά ρούχα 2. μέσ. φοράω ελαφρά ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ντύνω] … Dictionary of Greek
απαλλάζω — αλλάζω ρούχα, φοράω καθαρά ή γιορτινά … Dictionary of Greek
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
βρακώνω — [βρακί] Ι. 1. φορώ σε κάποιον το βρακί 2. παρέχω σε κάποιον πόρους ζωής ΙΙ. βρακώνομαι 1. φοράω το βρακί μου, ντύνομαι 2. αποκτώ πόρους, βελτιώνω την οικονομική μου κατάσταση … Dictionary of Greek
δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… … Dictionary of Greek
επενδύνω — ἐπενδύνω (Α) 1. φορώ κάτι επάνω από κάτι άλλο, φορώ επί πλέον 2. ντύνω κάποιον με επενδύτη, τού φοράω πανωφόρι … Dictionary of Greek
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek